- δοκογέφυρα
- η бревенчатый мост
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δοκογέφυρα — η γέφυρα που το ζεύγμα της είναι φτιαγμένο με δοκάρια, ξύλινο γεφύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. passerelle). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα] … Dictionary of Greek